ταρανταίζ

ταρανταίζ
Ν
(ζωοτεχν.) γαλλική γαλακτοπαραγωγός φυλή βοοειδών, η οποία προέρχεται από την περιοχή Ταρανταίζ τών 'Αλπεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tarentaise < Tarentaise, περιοχή τών Άλπεων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”